- πολυτιμοτέρου
- πολυτῑμοτέρου , πολύτιμοςmuch-reveredmasc/neut gen comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλακάζ — το, Ν άκλ. 1. τεχνολ. όρος που δηλώνει την κάλυψη ενός υλικού μικρότερης αξίας με φύλλα ή πλάκες πολυτιμότερου υλικού 2. αρχιτ. κάλυψη ενός τοίχου με πέτρες πάχους τριών έως οκτώ εκατοστομέτρων ή με τεχνητές πλάκες είτε για λόγους διακόσμησης… … Dictionary of Greek